εξαργώ

εξαργώ
ἐξαργῶ; -έω (AM) [αργώ]
(επιτ. τ. τού αργώ*)
αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.)
μσν.
(μτβ.)
1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει
2. σταματώ από κάτι
3. καθυστερώ από κάτι
4. παραλείπω κάτι
5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι («είπα να τούς απολέσω, νά 'ξαργήσω από άνθρωπον την αναφορά τους», Πεντ. Δευτ.)
(αμτβ.)
1. χάνω την ώρα μου
2. καθυστερώ, αργοπορώ
3. σταματώ τη δουλειά μου, αναπαύομαι, δεν εργάζομαι
αρχ.
παθ. παραμελούμαι εντελώς, δεν μέ φροντίζει κανείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξαργώ — (Μ ξαργῶ) εξαργώ, βραδύνω, αργοπορώ, αργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αργῶ, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και επιτ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”